αλληλεθνής

αλληλεθνής
ης, ες уст. международный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αλληλεθνής" в других словарях:

  • αλληλεθνής — ές αυτός που αναφέρεται σε όλα τα έθνη, αυτός που ισχύει για όλα τα έθνη, διεθνής, παγκόσμιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλ(ο) * + εθνής (< έθνος] …   Dictionary of Greek

  • αλληλ(ο)- — [Α ἀλληλ(ο) ] Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής Αρχαίας όσο και της Νεοελληνικής, που προέρχεται από το θέμα της αρχαίας αλληλοπαθούς αντωνυμίας αλλήλων. Τα σύνθετα με το αλληλο αποτελούν λεξικοποιημένη δήλωση τής… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»